ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Μαυσώλειον τὰ Μαυσώλει
      γενική τοῦ Μαυσωλείου τῶν Μαυσωλείων
      δοτική τῷ Μαυσωλεί τοῖς Μαυσωλείοις
    αιτιατική τὸ Μαυσώλειον τὰ Μαυσώλει
     κλητική ! Μαυσώλειον Μαυσώλει
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μαυσωλείω
γεν-δοτ τοῖν  Μαυσωλείοιν
Για το ταφικό μνημείο του Μαυσώλου της Καρίας, στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαυσώλειον < όνομα Μαύσωλ(ος) + -ειον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Μαυσώλειον, -ου