Μαυσώλειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Μαυσώλειον | τὰ | Μαυσώλειᾰ | ||||
γενική | τοῦ | Μαυσωλείου | τῶν | Μαυσωλείων | ||||
δοτική | τῷ | Μαυσωλείῳ | τοῖς | Μαυσωλείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Μαυσώλειον | τὰ | Μαυσώλειᾰ | ||||
κλητική ὦ! | Μαυσώλειον | Μαυσώλειᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μαυσωλείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Μαυσωλείοιν | ||||||
Για το ταφικό μνημείο του Μαυσώλου της Καρίας, στον ενικό. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαυσώλειον < όνομα Μαύσωλ(ος) + -ειον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜαυσώλειον, -ου
- (ελληνιστική κοινή) το μαυσωλείο, ο τάφος του Μαύσωλου, σατράπη της Καρίας στην Αλικαρνασσό @scaife.persesu
Πηγές
επεξεργασία- τύπος Μαυσωλεῖον - Μαύσωλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μαυσώλειον, s.v. Μαύσωλος - σελ.94 Τόμος 3 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
ΣτΕ: με σχόλιο για τον τονισμό: «ίδε Ηρωδιαν. σ. 375, 14» Στον Ηρωδιανό, βρίσκουμε τύπο Μαυσώλειον. - Μαυσώλειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.