μαυρογάλανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
μαυρογάλανος, -η, -ο
- που έχει χρώμα ανάμεσα στο μαύρο και το γαλανό
- Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ, προσπαῖζον, τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυρογάλανος