μαστιγοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστιγοφόρος < αρχαία ελληνική μαστιγοφόρος < μάστιγ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίαμαστιγοφόρος, -α, -ο
- που κρατάει μαστίγιο (ως όπλο για την επιβολή της τάξης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαστιγοφόρος
|