↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαντηλοφόρος η μαντηλοφόρα το μαντηλοφόρο
      γενική του μαντηλοφόρου της μαντηλοφόρας του μαντηλοφόρου
    αιτιατική τον μαντηλοφόρο τη μαντηλοφόρα το μαντηλοφόρο
     κλητική μαντηλοφόρε μαντηλοφόρα μαντηλοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαντηλοφόροι οι μαντηλοφόρες τα μαντηλοφόρα
      γενική των μαντηλοφόρων των μαντηλοφόρων των μαντηλοφόρων
    αιτιατική τους μαντηλοφόρους τις μαντηλοφόρες τα μαντηλοφόρα
     κλητική μαντηλοφόροι μαντηλοφόρες μαντηλοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαντηλοφόρος < μαντήλ(ι) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

μαντηλοφόρος, -ος ή -α, -ο

  • αυτός που φέρει μαντήλι, είτε ως διακριτικό, είτε ως προστατευτικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία