μαντηλοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμαντηλοφόρος, -ος ή -α, -ο
- αυτός που φέρει μαντήλι, είτε ως διακριτικό, είτε ως προστατευτικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαντηλοφόρος
|
μαντηλοφόρος, -ος ή -α, -ο
|