↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροχέρης η μακροχέρα το μακροχέρικο
      γενική του μακροχέρη της μακροχέρας του μακροχέρικου
    αιτιατική τον μακροχέρη τη μακροχέρα το μακροχέρικο
     κλητική μακροχέρη μακροχέρα μακροχέρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροχέρηδες οι μακροχέρες τα μακροχέρικα
      γενική των μακροχέρηδων των μακροχέρικων
    αιτιατική τους μακροχέρηδες τις μακροχέρες τα μακροχέρικα
     κλητική μακροχέρηδες μακροχέρες μακροχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακροχέρης < αρχαία ελληνική μακρόχειρ

  Επίθετο

επεξεργασία

μακροχέρης, -α, -ικο

  • που έχει μακριά χέρια
    Αυτή η κοπέλα είναι μακροχέρα -πήρε απ' τη γιαγιά της

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία