μακροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακροσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική macroscopique < μακρός + σκοπέω, -ῶ
Επίθετο
επεξεργασίαμακροσκοπικός
- για παρατήρηση, εξέταση, έλεγχο κ.λπ. ενός αντικειμένου από μακριά, με γυμνό μάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροσκοπικός