μακροσκοπικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μακροσκοπικά < μακροσκοπικός
Επίρρημα επεξεργασία
μακροσκοπικά και μακροσκοπικώς
- παρατηρώντας κάτι από μακριά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακροσκοπικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μακροσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροσκοπικό