Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγνητισμένος η μαγνητισμένη το μαγνητισμένο
      γενική του μαγνητισμένου της μαγνητισμένης του μαγνητισμένου
    αιτιατική τον μαγνητισμένο τη μαγνητισμένη το μαγνητισμένο
     κλητική μαγνητισμένε μαγνητισμένη μαγνητισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγνητισμένοι οι μαγνητισμένες τα μαγνητισμένα
      γενική των μαγνητισμένων των μαγνητισμένων των μαγνητισμένων
    αιτιατική τους μαγνητισμένους τις μαγνητισμένες τα μαγνητισμένα
     κλητική μαγνητισμένοι μαγνητισμένες μαγνητισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγνητισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαγνητίζω, μαγνητίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

μαγνητισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία