μαγνητίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμαγνητίζομαι
- γίνομαι αντικείμενο μαγνήτισης
- Οταν τον ακούν, μαγνητίζονται
- Το καρφί μαγνητίστηκε και άρχισε να έλκει...
- Περπατούσε μηχανικά, με απλανές βλέμμα, σαν μαγνητισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγνητίζομαι
|