Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγνητίζομαι < παθητική φωνή του μαγνητίζω

μαγνητίζομαι

  • Οταν τον ακούν, μαγνητίζονται
  • Το καρφί μαγνητίστηκε και άρχισε να έλκει...
  • Περπατούσε μηχανικά, με απλανές βλέμμα, σαν μαγνητισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία