Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγνητίζω < μαγνήτης

μαγνητίζω, παθ. φωνή: μαγνητίζομαι, παθ. μτχ.: μαγνητισμένος

  1. (φυσική) δίνω με ειδική τεχνική μαγνητικές ιδιότητες σε ένα αντικείμενο
    Το έτριψα με μαλλί και το μαγνήτισα
  2. (μεταφυσική) κάνω κάποιον να με υπακούει με ύπνωση ή γενικά τον υποβάλλω και ενεργεί ως όργανό μου, σαν να μην έχει βούληση (με την τεχνική του μεσμερισμού, με χρήση του λεγόμενου ζωϊκού μαγνητισμού)
    Τον μαγνήτισε και ενεργούσε σαν ρομπότ
  3. (μεταφορικά) έλκω ερωτικά και κάνω τον άλλο άβουλο όργανό μου (απο τον ζωϊκό μαγνητισμό και όχι το φυσικό)
    Με μαγνήτισαν τα μάτια της και τα έχασα, δεν ήξερα πού βρισκόμουν
  4. επηρεάζω τους άλλους με την έντονη προσωπικότητά μου που τους καθηλώνει
    Είναι λαοπλάνος και όταν ανεβαίνει στην εξέδρα των συγκεντρώσεων μαγνητίζει τα πλήθη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία