μαγκιπείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγκιπείο < μεσαιωνική ελληνική μαγκιπεῖον < μάγκιψ < λατινική manceps < manus + capio
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγκιπείο ουδέτερο
- άλλη μορφή του μαγκίπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγκιπείο
|