Δείτε επίσης: Μάγις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαγίς αἱ μαγίδες
      γενική τῆς μαγίδος τῶν μαγίδων
      δοτική τῇ μαγίδ ταῖς μαγίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαγίδ τὰς μαγίδᾰς
     κλητική ! μαγίς* μαγίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαγίδε
γεν-δοτ τοῖν  μαγίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγίς < θέμα μαγ- του ρήματος μάσσω (ζυμώνω) + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγίς, -ίδος θηλυκό

  1. (τρόφιμο) είδος μικρής πίτας που προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα, 734 @poesialatina.it, @archive.org
    ἄλυτον
    τὰς Ἑκαταίας μαγίδας δόρπων
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 813 @poesialatina.it
    μαγίδες
  2. (τρόφιμο) άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.133, p.300, @scaife.perseus
    Ὅταν δὲ ἡμέραι γένωνται πέντε καὶ εἴκοσιν ἐν ταύτῃ τῇ διαίτῃ, τὰ μὲν ἄλλα ποιέειν κατὰ ταὐτὰ, πρὸ δὲ τοῦ ἀρίστου, ὅταν μέλλῃ ἀριστᾷν, προτρῖψαι σκορόδου ἄγλιθας ὅσον τέσσαρας, καὶ τυρὸν δριμὺν ὅσον ἀστράγαλον, καὶ ἄλφιτα παραμῖξαι ὀλίγα, καὶ ποιῆσαι μαγίδα, καὶ ταύτην πρῶτον καταφαγεῖν,
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Κριταί (Βατικανός Κώδικας) (Rahlfs), 7.13
    καὶ ἦλθεν Γεδεων, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἐξηγούμενος τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐνύπνιον καὶ εἶπεν Ἐνύπνιον ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην, καὶ ἰδοὺ μαγὶς ἄρτου κριθίνου στρεφομένη ἐν τῇ παρεμβολῇ Μαδιαμ καὶ ἦλθεν ἕως τῆς σκηνῆς καὶ ἐπάταξεν αὐτήν, καὶ ἔπεσεν, καὶ ἀνέστρεψεν αὐτὴν ἄνω, καὶ ἔπεσεν ἡ σκηνή.
  3. μικρό τραπέζι
  4. σκάφη ζυμώματος
     συνώνυμα: μάκτρα
  5. στρογγυλό τραπέζι που τοποθετούσαν πάνω σε τρίποδο

Συγγενικά

επεξεργασία