μήρινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μήρινθος | οι | μήρινθοι |
γενική | της | μηρίνθου | των | μηρίνθων |
αιτιατική | τη | μήρινθο | τις | μηρίνθους |
κλητική | μήρινθε | μήρινθοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μήρινθος < αρχαία ελληνική μήρινθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμήρινθος θηλυκό
- (παλαιογραφία) το νήμα, η κλωστή που συνδέει το μολυβδόβουλο με το έγγραφο σε αρχαίο ή μεσαιωνικό χειρόγραφο κώδικα
- ※ Κάτω εις το μέσον οκτώ οπαί δι’ ων διήρχετο η μήρινθος της εκπεσούσης σφραγίδος. (Λουκία Δρούλια, Χρύσα Μαλτέζου, «Το αρχείον της Ιεράς Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 2 (1970) 384)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαμεσαιωνικές λέξεις:
- λεπτομήρινθος (αραιά υφασμένος) [1]
- μηρινθώδης (σκοινένιος) [2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία μήρινθος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λεπτομήρινθος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ μηρινθώδης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαουσιαστικά ετερόκλιτα | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μήρινθος | αἱ | μήρινθοι | ||||
γενική | τῆς | μηρίνθου | τῶν | μηρίνθων | ||||
δοτική | τῇ | μηρίνθῳ | ταῖς | μηρίνθοις | ||||
αιτιατική | τὴν | μήρινθᾰ* | τὰς | μηρίνθους | ||||
κλητική ὦ! | μήρινθε | μήρινθοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηρίνθω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μηρίνθοιν | ||||||
* Η αιτιατική ενικού, αντί σε -ον, όπως 3η κλίση: μήρινθᾰ (κατά την αιτιατική του πείρινς. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μήρινθος < η κατάληξη -νθος υποδηλώνει προελληνική προέλευση. Έχει προταθεί και σύνδεση με το μηρύομαι. Ο Beekes[1] θεωρεί πιθανότερη τη σύνδεση με το μῆριγξ μέσω του σμῆριγξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμήρινθος θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- μήρινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήρινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.