↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πειρινθ-
ονομαστική πείρινς αἱ πείρινθες
      γενική τῆς πείρινθος τῶν πειρίνθων
      δοτική τῇ πείρινθ ταῖς πείρινσ(ν)
    αιτιατική τὴν πείρινθ τὰς πείρινθᾰς
     κλητική ! πείρινς πείρινθες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πείρινθε
γεν-δοτ τοῖν  πειρίνθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πείρινς' όπως «πείρινς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πείρινς < (ήδη ομηρική) η λέξη παρουσιάζει προελληνική κατάληξη -ινς (όπως ἕλμινς και *μήρινς) της οποίας η γενική είναι -ινθος (βλ. τέρμινθος, ὑάκινθος) ένδειξη προέλευσης από την προελληνική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πείρινς θηλυκό