μάγισσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάγισσα | οι | μάγισσες |
γενική | της | μάγισσας | των | μαγισσών |
αιτιατική | τη | μάγισσα | τις | μάγισσες |
κλητική | μάγισσα | μάγισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάγισσα θηλυκό
- αυτή που ασκεί τη μαγεία, που επικαλείται τις υπερφυσικές δυνάμεις με ξόρκια, φίλτρα ή τελετές
- (μεταφορικά) αυτή που μαγεύει τους άλλους, τους σαγηνεύει, τους γοητεύει
- (μεταφορικά) γριά μάγισσα: πολύ άσχημη γυναίκα
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μάγος