Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
witch
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
witch
witches
Ετυμολογία
επεξεργασία
witch
<
μέση αγγλική
wiggle
(«μαγεία»)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
witch
(en)
η
μάγισσα
, μια γυναίκα που ασκεί τη
μαγεία
⮡
the
witches
of the fairy tale
- οι
μάγισσες
του παραμυθιού
≈
συνώνυμα
:
sorceress
,
wizardess
(
μειωτικό
)
πολύ άσχημη γυναίκα
(
αρχαϊκό
)
μάγος
Συγγενικά
επεξεργασία
bewitch
witchcraft
witch doctor
witch-hunt
witching hour
witchy
Πηγές
επεξεργασία
witch
-
Oxford Learner's Dictionaries