Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bewitch
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
bewitch
(en)
μαγεύω
(κάποιον/κάτι με ξόρκια κλπ)
μαγεύω
, προκαλώ το θαυμασμό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
witch