Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

bewitch (en)

  1. μαγεύω (κάποιον/κάτι με ξόρκια κλπ)
  2. μαγεύω, προκαλώ το θαυμασμό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη witch