sorĉistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉistino | sorĉistinoj |
αιτιατική | sorĉistinon | sorĉistinojn |
sorĉistino (eo)
- η μάγισσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉistino | sorĉistinoj |
αιτιατική | sorĉistinon | sorĉistinojn |
sorĉistino (eo)