Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουσμένος η λουσμένη το λουσμένο
      γενική του λουσμένου της λουσμένης του λουσμένου
    αιτιατική τον λουσμένο τη λουσμένη το λουσμένο
     κλητική λουσμένε λουσμένη λουσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουσμένοι οι λουσμένες τα λουσμένα
      γενική των λουσμένων των λουσμένων των λουσμένων
    αιτιατική τους λουσμένους τις λουσμένες τα λουσμένα
     κλητική λουσμένοι λουσμένες λουσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λούζω, λούζομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /luˈzme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

λουσμένος, -η, -ο

  1. που έχει λούσει τα μαλλιά του
    βγήκε έξω λουσμένος και κρύωσε
  2. (μεταφορικά) που έχει λουστεί
    είδα την πόλη από μακριά, λουσμένη στο φως

  Μεταφράσεις επεξεργασία