λουσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λούζω, λούζομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /luˈzme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
λουσμένος, -η, -ο
- που έχει λούσει τα μαλλιά του
- βγήκε έξω λουσμένος και κρύωσε
- (μεταφορικά) που έχει λουστεί
- είδα την πόλη από μακριά, λουσμένη στο φως