Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λουσέρνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λουσέρν
α
οι
λουσέρν
ες
γενική
της
λουσέρν
ας
των
λουσερν
ών
αιτιατική
τη
λουσέρν
α
τις
λουσέρν
ες
κλητική
λουσέρν
α
λουσέρν
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
λουσέρνα
Ετυμολογία
επεξεργασία
λουσέρνα
<
ιταλική
lucerna
<
λατινική
lucerna
<
luceo
<
πρωτοϊταλική
*
loukēō
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
lewk
- (
λάμπω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λουσέρνα
θηλυκό
(
παρωχημένο
)
λυχνάρι
λαδιού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λουξ
και
λευκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λουσέρνα
αγγλικά
:
oil lamp
(en)
ιταλικά
:
lucerna
(it)
λατινικά
:
lucerna
(la)