Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈðʝu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐διού

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λαδιού

  1. γενική ενικού του λαδής, αρσενικό
    άλλες μορφές: του λαδή
  2. γενική ενικού του λαδί, ουδέτερο του λαδής
    άλλες μορφές: του λαδί

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λαδιού ουδέτερο