λοκάντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοκάντα | οι | λοκάντες |
γενική | της | λοκάντας | — | |
αιτιατική | τη | λοκάντα | τις | λοκάντες |
κλητική | λοκάντα | λοκάντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοκάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική locanda < λατινική locanda, θηλυκό του locandus, γερουνδιακό του ρήματος loco < locus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stel-
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοκάντα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- Γενικά → δείτε τις λέξεις πανδοχείο, ξενοδοχείο, εστιατόριο και ταβέρνα