λοκαντιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοκαντιέρης αρσενικό (θηλυκό: λοκαντιέρα)
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης πανδοχείου, ο διευθυντής του ή κάποιος υπάλληλος σ' αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λοκάντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοκαντιέρης
|