Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοκαντιέρα οι λοκαντιέρες
      γενική της λοκαντιέρας
    αιτιατική τη λοκαντιέρα τις λοκαντιέρες
     κλητική λοκαντιέρα λοκαντιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοκαντιέρα < λοκαντιέρης + κατάληξη θηλυκού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοκαντιέρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία