λοκαντιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοκαντιέρα | οι | λοκαντιέρες |
γενική | της | λοκαντιέρας | — | |
αιτιατική | τη | λοκαντιέρα | τις | λοκαντιέρες |
κλητική | λοκαντιέρα | λοκαντιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λοκαντιέρα < λοκαντιέρης + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοκαντιέρα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του λοκαντιέρης
- Η λοκαντιέρα (Τίτλος θεατρικού έργου του Κάρλο Γκολντόνι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λοκάντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λοκαντιέρα
|