λιμπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιμπικός | η | λιμπική | το | λιμπικό |
γενική | του | λιμπικού | της | λιμπικής | του | λιμπικού |
αιτιατική | τον | λιμπικό | τη | λιμπική | το | λιμπικό |
κλητική | λιμπικέ | λιμπική | λιμπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιμπικοί | οι | λιμπικές | τα | λιμπικά |
γενική | των | λιμπικών | των | λιμπικών | των | λιμπικών |
αιτιατική | τους | λιμπικούς | τις | λιμπικές | τα | λιμπικά |
κλητική | λιμπικοί | λιμπικές | λιμπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλιμπικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου