limbus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- limbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lē̆b-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
limbus αρσενικό
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limbus | limbī |
γενική | limbī | limbōrum |
δοτική | limbō | limbīs |
αιτιατική | limbum | limbōs |
κλητική | limbe | limbī |
αφαιρετική | limbō | limbīs |