πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθογλύφος οι λιθογλύφοι
      γενική του λιθογλύφου των λιθογλύφων
    αιτιατική τον λιθογλύφο τους λιθογλύφους
     κλητική λιθογλύφε λιθογλύφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθογλύφος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιθογλύφος οἱ λιθογλύφοι
      γενική τοῦ λιθογλύφου τῶν λιθογλύφων
      δοτική τῷ λιθογλύφ τοῖς λιθογλύφοις
    αιτιατική τὸν λιθογλύφον τοὺς λιθογλύφους
     κλητική ! λιθογλύφε λιθογλύφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιθογλύφω
γεν-δοτ τοῖν  λιθογλύφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία