λεπτολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτολόγος < αρχαία ελληνική λεπτολόγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.ptoˈlo.ɣos/
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτολόγος, -ος/-α, -ο
- που έχει την τάση να λεπτολογεί, να επιμένει στις λεπτομέρειες ενός πράγματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αλεπτολόγητος
- λεπτολόγημα
- λεπτολογημένος
- λεπτολόγηση
- λεπτολογία
- λεπτολογώ
- → δείτε τις λέξεις λεπτός και λέγω