παραθετικά
θετικός fussy
συγκριτικός fussier
υπερθετικός fussiest

  Επίθετο

επεξεργασία

fussy (en) (μειωτικό)

  1. λεπτολόγος, ψείρας, σχολαστικός, με ενδιαφέρει πάρα πολύ να έχω τα πράγματα ακριβώς όπως τα θέλω, είναι δύσκολο να με ευχαριστήσει
    ⮡  He is very fussy about his clothes.
    Είναι πολύ λεπτολόγος στα ρούχα του.
    ⮡  I am not fussy about food.
    Δεν είμαι σχολαστικός στο φαΐ μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
  2. σχολαστικά επιλεκτικός, υποχόνδριος