fussy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fussy |
συγκριτικός | fussier |
υπερθετικός | fussiest |
Επίθετο
επεξεργασία- λεπτολόγος, ψείρας, σχολαστικός, με ενδιαφέρει πάρα πολύ να έχω τα πράγματα ακριβώς όπως τα θέλω, είναι δύσκολο να με ευχαριστήσει
- ⮡ He is very fussy about his clothes.
- Είναι πολύ λεπτολόγος στα ρούχα του.
- ⮡ I am not fussy about food.
- Δεν είμαι σχολαστικός στο φαΐ μου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ⮡ He is very fussy about his clothes.
- σχολαστικά επιλεκτικός, υποχόνδριος
Πηγές
επεξεργασία- fussy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 499, 861. ISBN 9780194325684., λήμμα: λεπτολόγος, σχολαστικός