αλεπτολόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αλεπτολόγητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν λεπτολογήσει, δεν τον έχουν εξετάσει λεπτομερώς
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλεπτολόγητος
αλεπτολόγητος, -η, -ο