Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαϊκιστικός η λαϊκιστική το λαϊκιστικό
      γενική του λαϊκιστικού της λαϊκιστικής του λαϊκιστικού
    αιτιατική τον λαϊκιστικό τη λαϊκιστική το λαϊκιστικό
     κλητική λαϊκιστικέ λαϊκιστική λαϊκιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαϊκιστικοί οι λαϊκιστικές τα λαϊκιστικά
      γενική των λαϊκιστικών των λαϊκιστικών των λαϊκιστικών
    αιτιατική τους λαϊκιστικούς τις λαϊκιστικές τα λαϊκιστικά
     κλητική λαϊκιστικοί λαϊκιστικές λαϊκιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαϊκιστικός < λαϊκιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική populistic)

  Επίθετο επεξεργασία

λαϊκιστικός -ή -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία