λαμπαδάριος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπαδάριος < ελληνιστική κοινή λαμπαδάριος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμπαδάριος αρσενικό
- (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) ο επικεφαλής ψάλτης στον αριστερό χορό στον πατριαρχικό ναό
Συγγενικά επεξεργασία
- Λαμπαδάριος (επώνυμο στην κοινή νεοελληνική)
Πηγές επεξεργασία
- λαμπαδάριος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λαμπαδάριος | οἱ | λαμπαδάριοι | ||||
γενική | τοῦ | λαμπαδαρίου | τῶν | λαμπαδαρίων | ||||
δοτική | τῷ | λαμπαδαρίῳ | τοῖς | λαμπαδαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | λαμπαδάριον | τοὺς | λαμπαδαρίους | ||||
κλητική ὦ! | λαμπαδάριε | λαμπαδάριοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαμπαδαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λαμπαδαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμπαδάριος αρσενικό
- άτομο που φέρει, κρατά, πυρσό
- (εκκλησιαστικός όρος) λαμπαδάριος
Πηγές επεξεργασία
- λαμπαδάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.