Δείτε επίσης: λαμπαδάριος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαμπαδάριος οι Λαμπαδάριοι
      γενική του Λαμπαδάριου των Λαμπαδάριων
    αιτιατική τον Λαμπαδάριο τους Λαμπαδάριους
     κλητική Λαμπαδάριε Λαμπαδάριοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γιάμαλος (κλίση: αντίλαλος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λαμπαδάριος < μεσαιωνική ελληνική λαμπαδάριος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lam.baˈða.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐μπα‐δά‐ρι‐ος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λαμπαδάριος αρσενικό (θηλυκό Λαμπαδάριου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.