↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυριαρχημένος η κυριαρχημένη το κυριαρχημένο
      γενική του κυριαρχημένου της κυριαρχημένης του κυριαρχημένου
    αιτιατική τον κυριαρχημένο την κυριαρχημένη το κυριαρχημένο
     κλητική κυριαρχημένε κυριαρχημένη κυριαρχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυριαρχημένοι οι κυριαρχημένες τα κυριαρχημένα
      γενική των κυριαρχημένων των κυριαρχημένων των κυριαρχημένων
    αιτιατική τους κυριαρχημένους τις κυριαρχημένες τα κυριαρχημένα
     κλητική κυριαρχημένοι κυριαρχημένες κυριαρχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυριαρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριαρχώ

κυριαρχημένος, -η, -ο

ήταν κυριαρχημένος από θυμό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία