κυριαρχημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυριαρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριαρχώ
Μετοχή
επεξεργασίακυριαρχημένος, -η, -ο
- (για έντονα αισθήματα) που έχει κυριαρχηθεί από κάτι, που δεν μπορεί να αντισταθεί σε κάτι
- ήταν κυριαρχημένος από θυμό