Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυπελλούχος η κυπελλούχα το κυπελλούχο
      γενική του κυπελλούχου της κυπελλούχας του κυπελλούχου
    αιτιατική τον κυπελλούχο την κυπελλούχα το κυπελλούχο
     κλητική κυπελλούχε κυπελλούχα κυπελλούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυπελλούχοι οι κυπελλούχες τα κυπελλούχα
      γενική των κυπελλούχων των κυπελλούχων των κυπελλούχων
    αιτιατική τους κυπελλούχους τις κυπελλούχες τα κυπελλούχα
     κλητική κυπελλούχοι κυπελλούχες κυπελλούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυπελλούχος < κύπελλο + -ούχος (<έχω)

  Επίθετο επεξεργασία

κυπελλούχος, -α, -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυπελλούχος αρσενικό (θηλυκό: κυπελλούχα και (λόγιο) κυπελλούχος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία