κυπελλούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κυπελλούχος, -α, -ο
- που έχει κατακτήσει το κύπελλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυπελλούχος αρσενικό (θηλυκό: κυπελλούχα και (λόγιο) κυπελλούχος)
- που έχει κατακτήσει το κύπελλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυπελλούχος
|