κυματογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυματογενής | η | κυματογενής | το | κυματογενές |
γενική | του | κυματογενούς* | της | κυματογενούς | του | κυματογενούς |
αιτιατική | τον | κυματογενή | την | κυματογενή | το | κυματογενές |
κλητική | κυματογενή(ς) | κυματογενής | κυματογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυματογενείς | οι | κυματογενείς | τα | κυματογενή |
γενική | των | κυματογενών | των | κυματογενών | των | κυματογενών |
αιτιατική | τους | κυματογενείς | τις | κυματογενείς | τα | κυματογενή |
κλητική | κυματογενείς | κυματογενείς | κυματογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακυματογενής, -ής, -ές
- που προκαλείται από τα κύματα ή συντελεί στη δημιουργία τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυματογενής
|