↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυματογόνος η κυματογόνος
κυματογόνα
το κυματογόνο
      γενική του κυματογόνου της κυματογόνου
κυματογόνας
του κυματογόνου
    αιτιατική τον κυματογόνο την κυματογόνο
κυματογόνα
το κυματογόνο
     κλητική κυματογόνε κυματογόνε
κυματογόνα
κυματογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυματογόνοι οι κυματογόνοι
κυματογόνες
τα κυματογόνα
      γενική των κυματογόνων των κυματογόνων των κυματογόνων
    αιτιατική τους κυματογόνους τις κυματογόνους
κυματογόνες
τα κυματογόνα
     κλητική κυματογόνοι κυματογόνοι
κυματογόνες
κυματογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυματογόνος < κύματ(ος) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

κυματογόνος, -ος/-α, -ο

  • που παράγει / γεννά κύματα
    ※  Οταν βορράς πνέει κυματογόνος, αυτά προσεγγίζουν εις τον αντίθετον όρμον (Νέα Εστία, τ. 54, σελ. 1136 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία