κυματογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακυματογόνος, -ος/-α, -ο
- που παράγει / γεννά κύματα
- ※ Οταν βορράς πνέει κυματογόνος, αυτά προσεγγίζουν εις τον αντίθετον όρμον (Νέα Εστία, τ. 54, σελ. 1136 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυματογόνος
|