κυβόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈvo.li.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βό‐λι‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυβόλιθος αρσενικό
- λίθος που τον έχουν λαξεύσει σε σχήμα κύβου και χρησιμοποιείται σε στρώσεις δρόμων, πεζοδρομίων κ.λπ.