Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροκαλοπαγής η κροκαλοπαγής το κροκαλοπαγές
      γενική του κροκαλοπαγούς* της κροκαλοπαγούς του κροκαλοπαγούς
    αιτιατική τον κροκαλοπαγή την κροκαλοπαγή το κροκαλοπαγές
     κλητική κροκαλοπαγή(ς) κροκαλοπαγής κροκαλοπαγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροκαλοπαγείς οι κροκαλοπαγείς τα κροκαλοπαγή
      γενική των κροκαλοπαγών των κροκαλοπαγών των κροκαλοπαγών
    αιτιατική τους κροκαλοπαγείς τις κροκαλοπαγείς τα κροκαλοπαγή
     κλητική κροκαλοπαγείς κροκαλοπαγείς κροκαλοπαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
κροκαλοπαγές πέτρωμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροκαλοπαγής < κροκάλα + -παγής (πήγνυμι)

  Επίθετο επεξεργασία

κροκαλοπαγής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία