κριμαϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.maiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐μαϊ‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κριμαϊκός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη Κριμαία
- ↪κριμαϊκός πόλεμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κριμαϊκός
|