κρητιδογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.ti.ðo.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρη‐τι‐δο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρητιδογραφία θηλυκό
- (ζωγραφική) μέθοδος ζωγραφικής τέχνης κατά την οποία ο καλλιτέχνης δουλεύει με χρωματιστές κιμωλίες ή μολύβια, ειδικά, πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί
- (συνεκδοχικά) έργο τέχνης που έγινε με την τεχνική αυτή
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρητιδογραφία
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)