παστέλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παστέλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική pastel < ιταλική pastello
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαστέλ ουδέτερο άκλιτο
- μαλακό κραγιόν από κιμωλία, χρώμα και νερό που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική και παράγει απαλά χρώματα
- η ζωγραφική τέχνη της χρήσης των παστέλ
- (συνεκδοχικά) ένα ζωγραφικό έργο φτιαγμένο με παστέλ
- απαλό χρώμα σαν αυτά που παράγονται από παστέλ