↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεουργημένος η κρεουργημένη το κρεουργημένο
      γενική του κρεουργημένου της κρεουργημένης του κρεουργημένου
    αιτιατική τον κρεουργημένο την κρεουργημένη το κρεουργημένο
     κλητική κρεουργημένε κρεουργημένη κρεουργημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεουργημένοι οι κρεουργημένες τα κρεουργημένα
      γενική των κρεουργημένων των κρεουργημένων των κρεουργημένων
    αιτιατική τους κρεουργημένους τις κρεουργημένες τα κρεουργημένα
     κλητική κρεουργημένοι κρεουργημένες κρεουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρεουργώ

κρεουργημένος, -η, -ο

  1. που έχει κρεουργηθεί
  2. (μεταφορικά) φθαρμένος
    κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τα κρεουργημένα αγγλικά του
    τα χέρια του είναι κρεουργημένα από τη σκληρή δουλειά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία