κρεουργημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρεουργώ
Μετοχή
επεξεργασίακρεουργημένος, -η, -ο
- που έχει κρεουργηθεί
- (μεταφορικά) φθαρμένος
- κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τα κρεουργημένα αγγλικά του
- τα χέρια του είναι κρεουργημένα από τη σκληρή δουλειά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεουργημένος
|