κούρβουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- κούρβουλο < μεσαιωνική ελληνική κούρβουλον / κουρβούλα / κουρβούλι < κούρβος < λατινική curvus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker- (κάμπτω, λυγίζω, γυρίζω) + *-wós
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούρβουλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) ο ξερός κορμός φυτού ή δέντρου. Κυρίως η λέξη αφορά κορμό κλήματος ή κούτσουρου προς καύση στο τζάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κούρβουλο
|