Δείτε επίσης: Κούλα, κουλά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούλα οι κούλες
      γενική της κούλας
    αιτιατική την κούλα τις κούλες
     κλητική κούλα κούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούλα < μεσαιωνική ελληνική κουλά / κουλᾶς < τουρκική kule < οθωμανική τουρκική قله (kulle) < περσική قله (qolle) < αραβική قلة (qulla, κορυφή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈku.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κού‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούλα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) πύργος, ακρόπολη
  2. (ιδιωματικό) εξοχικό σπίτι, βίλα [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 147.