↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουσελιάρης οι κουσελιάρηδες
      γενική του κουσελιάρη των κουσελιάρηδων
    αιτιατική τον κουσελιάρη τους κουσελιάρηδες
     κλητική κουσελιάρη κουσελιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουσελιάρης < κουσέλ(ι) + -ιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουσελιάρης αρσενικό


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουσελιάρης η κουσελιάρα το κουσελιάρικο
      γενική του κουσελιάρη της κουσελιάρας του κουσελιάρικου
    αιτιατική τον κουσελιάρη την κουσελιάρα το κουσελιάρικο
     κλητική κουσελιάρη κουσελιάρα κουσελιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουσελιάρηδες οι κουσελιάρες τα κουσελιάρικα
      γενική των κουσελιάρηδων των κουσελιάρικων
    αιτιατική τους κουσελιάρηδες τις κουσελιάρες τα κουσελιάρικα
     κλητική κουσελιάρηδες κουσελιάρες κουσελιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

κουσελιάρης, -α, -ικο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Μεταφράσεις

επεξεργασία