κοτρόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοτρόνα | οι | κοτρόνες |
γενική | της | κοτρόνας | των | κοτρονών |
αιτιατική | την | κοτρόνα | τις | κοτρόνες |
κλητική | κοτρόνα | κοτρόνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοτρόνα < κοτρόν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοτρόνα θηλυκό
- η ακατέργαστη μεγάλη πέτρα
- (μεταφορικά) η ανοησία, η ανόητη κουβέντα, η κουταμάρα