Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοτρόνι τα κοτρόνια
      γενική του κοτρονιού των κοτρονιών
    αιτιατική το κοτρόνι τα κοτρόνια
     κλητική κοτρόνι κοτρόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοτρόνι < *κροτόνι < αρχαία ελληνική κροτέω / κροτῶ. Παραβάλετε με το κρόταφος ή κότραφος (ακμή ή στενή πλευρά πέτρινης στήλης) (Λεξικό Liddell & Scott, κρόταφος, IV.). Κατά άλλη εκδοχή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *cotro, αφού παραλλαγές της λέξης συναντώνται και σε άλλα μέρη της Μεσογείου, όπως στην διάλεκτο της Καλαβρίας cotru, cotracu, crotacu κλπ με την έννοια "σκληρό χώμα, σκληρημένη λάσπη", στη γλώσσα της Κορσικής (codru), στη βασκική (cotor), ίσως στη βενετική (croda), της Σικελίας (cutrognu) με την έννοια της πέτρας ή συναφείς.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈtɾo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐τρό‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοτρόνι ουδέτερο

  • πέτρα, συνήθως μετρίου ή μεγάλου μεγέθους

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Nicosia Salvatore, Etimologie neogreche, στο III Convegno Nazionale di studi Neogreci, Palermo, 1991, Quaderni dell' Istituto di Filologia Greca dell' Universita di Palermo, 21