↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονκορδάτο τα κονκορδάτα
      γενική του κονκορδάτου των κονκορδάτων
    αιτιατική το κονκορδάτο τα κονκορδάτα
     κλητική κονκορδάτο κονκορδάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονκορδάτο < μεσαιωνική λατινική concordatum[1] < λατινική concordo < cum + cor (καρδιά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονκορδάτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία