κονιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονιοποίηση | οι | κονιοποιήσεις |
γενική | της | κονιοποίησης* | των | κονιοποιήσεων |
αιτιατική | την | κονιοποίηση | τις | κονιοποιήσεις |
κλητική | κονιοποίηση | κονιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κονιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κονιοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κονιοποίη(σις) + -ση με δεύτερο συνθετικό -ποίηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ni.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐νι‐ο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονιοποίηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κονιοποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κονιοποίηση
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)